λαμπρῆς

λαμπρῆς
λαμπρός
bright
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Folklore grec — Sommaire 1 Hiver 1.1 Noël 1.2 le Nouvel An 1.3 les Fota 2 Printemps …   Wikipédia en Français

  • Traditions grecques — Folklore grec Sommaire 1 Hiver 1.1 Noël 1.2 le Nouvel An 1.3 les Fota 2 Printemps …   Wikipédia en Français

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • εχέγγυος — ο (ΑΜ ἐχέγγυος, ον) 1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» επειδή πίστεψαν στην ποινή τού θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λαμπριάτικος — η, ο [Λαμπρή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λαμπρή, στο Πάσχα, πασχαλινός («λαμπριάτικο αρνί») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαμπριάτικα τα καινούργια ρούχα για το Πάσχα. επίρρ... λαμπριάτικα κατά την ημέρα τής Λαμπρής …   Dictionary of Greek

  • ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”